αλκαλιούχος

αλκαλιούχος
-α, -ο
αυτός που περιέχει αλκάλιο: Πολλά μέταλλα είναι αλκαλιούχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλκαλιούχος — α, ο αυτός που περιέχει αλκάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άλκαλι + ούχος < έχω] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”